- σμυριδώνω
- [-ώ (ο)] μετ. покрывать наждачным порошком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμυριδώνω — Ν επιχρίω με σμυριδόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδῶ, όω, μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Βύρων] … Dictionary of Greek